βλιχώδης

βλιχώδης
βλιχ(αν)ώδης
Grammatical information: adj.
Meaning: `clammy'. Cf. LSJSupp.
Other forms: βλιχώδης (Hp), βλιχανώδης (Diph.). βλίκανος (which must not be changed to *βλίχανον) βάτραχον καὶ βλίχαν H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Sophie Minon, CEG 5, 263f, compares βλαχάν βάτραχον and Artemis' epithet βλαγανῖτις. Grošelj, Živa Antika 7 (1957) 42 adduces βεβλιχασμένον (ms. βεβλυχ-) μεμολυσμένον H.
Page in Frisk: 1,245

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βλιχῶδες — βλιχώδης clammy masc/fem voc sg βλιχώδης clammy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • πλιχώδης — ῶδες, Α ιατρ. αυτός που έχει ή τείνει να λάβει έκταση, ανάπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. τού βλιχώδης «γλοιώδης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”